Τα
τελευταία 25 χρόνια με την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων/νεοσυντηρητικών πολιτικών
και με πρόσχημα την κρίση, επιχειρείται το δημόσιο σχολείο και η δημόσια
εκπαίδευση να μετασχηματιστούν από δημόσια αγαθά σε εμπόρευμα. Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν μειώσεις
δημοσίων δαπανών, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, αύξηση του αριθμού των
αναπληρωτών, θυματοποίηση των εκπαιδευτικών για τις επιδόσεις των μαθητών,
αναζήτηση νεοφιλελεύθερων «συνταγών» για
τις παθογένειες της δημόσιας εκπαίδευσης (π.χ. αξιολόγηση, ανταγωνισμός σχολείων κλπ). Τις πολιτικές αυτές προωθούν
και πιέζουν για την επιβολή τους
διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ. Όλο και περισσότερο η εκπαίδευση από
δικαίωμα των πολιτών και υποχρέωση της πολιτείας γίνεται υπηρεσία και εμπόρευμα
όπου ο καταναλωτής πρέπει να επιλέξει το κατάλληλο. Η ΔΟΕ εκφράζοντας την
ανάγκη των συναδέλφων της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης επιδιώκει να φέρει στο
προσκήνιο τη φωνή αυτών που λειτουργούν τα σχολεία. Οι εκπαιδευτικοί, πρώτοι
απ’ όλους θα πρέπει να μιλήσουν δημόσια για τη δουλειά τους. Το ΔΣ της ΔΟΕ έχοντας
αίσθηση της ευθύνης αναλαμβάνει την
οργάνωση αυτής της συζήτησης. Οι εμπειρίες και οι απόψεις των εκπαιδευτικών της
πράξης μπορούν να συμβάλουν στη διατύπωση συγκεκριμένων αιτημάτων αλλαγής του υπάρχοντος σχολείου.
Κεντρικό ερώτημα είναι το πώς το σχολείο
μπορεί να αλλάξει, να γίνει καλύτερο, πώς το σχολείο μπορεί να γίνει ωφέλιμο
για όλους τους μαθητές. Γιατί μετά από τόσες μεταρρυθμίσεις και μεγαλεπήβολα
σχέδια η πλειοψηφία των μαθητών συνεχίζει την παπαγαλία; Γιατί η γνώση δεν
ανοίγει ορίζοντες αλλά βιώνεται ως αγγαρεία; Γιατί ο ρυθμός μετάδοσης της ύλης
μοιάζει με τρένο που οι μαθητές αγκομαχούν για να το προφτάσουν; Γιατί όλα τα
δεδομένα συνηγορούν στην αναπαραγωγή και ενίσχυση των ταξικών/κοινωνικών ανισοτήτων
μέσω (και) των εκπαιδευτικών μηχανισμών;